ψυθ

ψυθ
ψυθ[ . . incomplete word in IG12.327.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …   Dictionary of Greek

  • ψιδών — και ψεδών, όνος, Α (κατά τον Ησύχ.) «διάβολος, ψίθυρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενείς σχημ. συνώνυμοι τής λ. ψίθυρος (βλ. λ. ψιθυρίζω), με επίθημα ών (πρβλ. ψυθ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”